- πολιοκρόταφος
- πολιο - κρόταφος: with hoary temples, gray with age, Il. 8.518†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πολιοκρόταφος — with grey hair on the temples masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοκρόταφος — ον, Α αυτός που έχει ψαρές τρίχες στους κροτάφους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κρόταφος (πρβλ. κοιλο κρόταφος)] … Dictionary of Greek
πολιοκρόταφον — πολιοκρόταφος with grey hair on the temples masc/fem acc sg πολιοκρόταφος with grey hair on the temples neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοκροτάφοιο — πολιοκρόταφος with grey hair on the temples masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοκροτάφοισι — πολιοκρόταφος with grey hair on the temples masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοκροτάφους — πολιοκρόταφος with grey hair on the temples masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοκροτάφῳ — πολιοκρόταφος with grey hair on the temples masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιοκρόταφοι — πολιοκρόταφος with grey hair on the temples masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιός — ά, ό / πολιός, ά, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. θηλ. και ος, ανωμ. τ. θηλ. πολιάς, άδος, Α 1. (ιδίως για τρίχες) υπόλευκος, φαιός, ασπριδερός, ψαρός, γκρίζος («ἕσσατο δ ἔκτοσθεν ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ψαρές ή λευκές… … Dictionary of Greek